Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, άρπαξαν από τον λαό της τα πάντα. Σκότωσαν, βίασαν, τρομοκράτησαν και λεηλάτησαν τα πάντα. Οι Ούννοι κατακτητές άρπαξαν τα λιμάνια της, τα αεροδρόμιά της, τα οδικά της δίκτυα, τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών, τα δίκτυα ύδρευσης, τα δίκτυα διανομής ενέργειας, τα λιγνιτικά της κοιτάσματα κλπ.. Μέσα σ’ αυτόν τον απόλυτο ζόφο αναζήτησαν συνεργάτες …Συνεργάτες, οι οποίοι —μεταξύ άλλων— θ’ αναλάμβαναν τον κατευνασμό τού κόσμου …Τον κατευνασμό ενός κόσμου οργισμένου, ο οποίος λίγες στιγμές πριν την τρίτη χιλιετία βίωνε συνθήκες «Βανδάλων».
Εξαιτίας αυτής της ανάγκης αναζητούσαν γηγενείς συνεργάτες, οι οποίοι θ’ αναλάμβαναν την προπαγάνδα …Θα αναλάμβαναν να «ωραιοποιήσουν» τον εφιάλτη που ζούσε ο λαός …Θα αναλάμβαναν να πείσουν τον λαό ότι: «Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας» …Θα αναλάμβαναν ν’ απαξιώσουν και να κάμψουν όσους Έλληνες αντιδρούσαν —και δεν ήταν δυνατόν να τους εκτελέσουν μαζικά οι ΝΑΖΙ—. Όλοι αυτοί θα ήταν οι «απολίτιστοι», οι «βάρβαροι» της εποχής και —ίσως— κρυπτοκομμουνιστές. Ο δήθεν φόβος τού κομμουνισμού ήταν πάντα το καλό «χαρτί» των ΝΑΖΙ και των συνεργατών τους. Οι Γερμανοί δημιούργησαν τον ναζισμό και οι ίδιοι εφεύραν και τον κομμουνισμό. Αυτό το «παιχνίδι» τού δήθεν κομμουνιστικού κινδύνου έπαιξαν στην Ελλάδα. Λέμε «δήθεν», γιατί τότε οι κομμουνιστές δεν ήταν σε αριθμό ικανοί ούτε φασαρία σε καφενείο να κάνουν.